Στον ορισμό της για τη διαβουλευτική δημοκρατία, η Hartz-Karp[1] υποστηρίζει, ότι η διαδικασία της διαβούλευσης ενισχύει τις φωνές των πολιτών, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το φύλο και την ηλικία τους, μέσω της συνδιαμόρφωσης λύσεων για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος που τους αφορούν. Σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο Rosenberg[2], η διαβούλευση θέτει στο επίκεντρο το άτομο, ως πολίτη, προβάλλοντας την ορθολογικότητά του, καθώς και το αίσθημα δικαιοσύνης που αναπτύσσει κατά τη διαδικασία λήψης μιας απόφασης.
Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης επέμενε συχνά, ότι «όσο περισσότεροι οι νόμοι, τόσο ατελέστερη η διαδικασία της επεξεργασίας και η εγγύηση της ποιότητας και της αξίας τους», ενώ από τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο Τάκιτος διαπίστωνε, ότι: «Όσο πιο διεφθαρμένο είναι ένα κράτος, τόσο περισσότεροι είναι οι νόμοι και οι διατάξεις σε αυτό».
Όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, η ταχύτητα της νομοθετικής διαδικασίας, κατά κανόνα δεν συμβάλει σε «καλή» και «δίκαια» νομοθέτηση. Αντίθετα, οδηγεί σε πολυνομία και σε σύγκρουση μεταξύ νομοθετικών διατάξεων με συναφές περιεχόμενο, χαρακτηριστικά που παρεμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια διοίκηση της χώρας στην εφαρμογή των νόμων. Η διαβούλευση, μέσω της ευρύτερης συμμετοχής και συναίνεσης, μετά από ενημέρωση της κοινωνίας, «εξορθολογίζει» τις αποφάσεις, τόσο σε υπερτοπικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, καθόσον οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να αναλύουν τα υφιστάμενα γεγονότα από πολλαπλές οπτικές, να συζητούν και να αντισταθμίζουν τις επιλογές τους (Hartz-Karp). Η συνεισφορά της διαβούλευσης στη συνεργατική αναζήτηση συμφωνίας, καλλιεργεί έτι περαιτέρω τη δημοκρατική κουλτούρα, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην νομιμοποιητική οδό της συμμετοχής των πολιτών.
Όσον αφορά στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, η διαδικασία της διαβούλευσης συνήθως αρχίζει με τη δημοσιότητα των προς απόφαση θεμάτων και συνεχίζεται με τη διεξαγωγή διαλόγου, τη διατύπωση και ανάλυση των απόψεων, καταλήγοντας σε κοινά αποδεκτές λύσεις για όλους τους εμπλεκομένους (stakeholders).
Η οδηγία COM 2002/704 της Ε.Ε. αναγνωρίζει την ανάγκη για διαβούλευση στα πλαίσια ευρείας συμμετοχής σε κάθε στάδιο πολιτικής, από το σχεδιασμό μέχρι την εφαρμογή της, τηρώντας πάντοτε τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Αυτά επιτυγχάνονται μέσω της ενημέρωσης των εμπλεκομένων και των συμφερόντων που αυτοί εκπροσωπούν, κατά τρόπον ώστε μέσω της διαβούλευσης, πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης, να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή της.
Θα πρέπει να τονισθεί, ότι τόσο στο άρθρο 21 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και στο άρθρο 25 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Δικαιώματα, κατοχυρώνεται το δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στην ελληνική έννομη τάξη -με τον ν. 4014/2011– η διαβούλευση καθίσταται ουσιώδης τύπος της περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Η αστική ευθύνη λόγω παραβίασης του συμμετοχικού δικαιώματος, θεμελιώνεται εξ ίσου σε σχέση με άλλα είδη ευθύνης προς αποζημίωση, ενώ το έννομο συμφέρον συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία της διαβούλευσης, παρέχει πρόσβαση σε άσκηση ένδικων μέσων για την προστασία του συμμετοχικού δικαιώματος, τόσο λόγω παράλειψης διεξαγωγής της διαβούλευσης όσο και εξ αιτίας πλημμέλειας στη διαβουλευτική διαδικασία. Προφανώς, όταν συντρέχει το τεκμήριο γνώσης του διοικούμενου για την εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης, τα προαναφερόμενα ενισχύονται περισσότερο.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει διαβουλευτικό δικαίωμα -ως ειδική και όχι γενική- υποχρέωση των Δημοσίων Οργάνων. Μάλιστα, παρότι μορφές διαβούλευσης που πηγάζουν εκ του νόμου μπορούν να καταργούνται, ο δημόσιος διάλογος παραμένει, ειδικότερα όταν εξετάζεται σε αντιδιαστολή με περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα διαβούλευσης έχει ως σκοπό τον εξορθολογισμό μιας διαδικασίας λήψης απόφασης. Υπό το πρίσμα αυτό, η κατάργηση ή η μη διεξαγωγή διαβούλευσης, ισοδυναμεί με την αποδοχή ότι η απόφαση δεν λαμβάνεται τελικά εξ ίσου ορθολογιστικά, ενώ το αίσθημα της αδικίας ενισχύεται.
[1] Hartz-Karp J., (2005), “A Case Study in Deliberative Democracy: Dialogue with the City”, Journal of Public Deliberation 1(1). doi: https://doi.org/10.16997/jdd.27
[2] Rosenberg S., (2007), “Deliberation, Participation and Democracy: Can People Govern?”, Palgrave Macmillan London. doi: https://doi.org/10.1057/9780230591080